παρήμενοι

παρήμενοι
παρά-ἧμαι
es-
perf part mid masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πάρημαι — Α 1. κάθομαι, είμαι καθισμένος κοντά σε κάποιον 2. κάθομαι και τρώω στο τραπέζι κάποιου άλλου 3. κατοικώ κοντά σε κάποιον ή κατοικώ μαζί με κάποιον 4. πλησιάζω κάποιον («παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. τού παρέζομαι «κάθομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”